Γεννημένος από ένα καλούπι που χρόνια τώρα έχει σπάσει, ο Μίμης Παπαϊωάννου υπήρξε ένας θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου, μια μορφή σεβαστή από φίλους και αντιπάλους.
'Εφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 15 Μαρτίου, την ίδια μέρα που συμπτωματικά είχε γεννηθεί πριν από 93 χρόνια ο Κώστας Νεστορίδης, μια άλλη μυθική μορφή της ΑΕΚ και του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ο Μίμης έμελλε να φύγει από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών και μετά από δύσκολα χρόνια απομόνωσης, χωρίς να έχει ουσιαστική επαφή με το περιβάλλον και τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν, τον τιμούσαν και τον φρόντιζαν.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου ανήκε πάντα σε ένα πολύ κλειστό κλαμπ Ελλήνων ποδοσφαιριστών που ενώ είχαν δέσει το όνομα και την καριέρα τους με μία «μεγάλη» ομάδα, παραμένουν ευρύτερα αποδεκτοί και απόλυτα σεβαστοί απ’ όλον τον ποδοσφαιρικό κόσμο.
Παρά την αντιπαλότητα που υπήρχε στο πιο υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού ακόμα και εκείνες τις ρομαντικές εποχές του ποδοσφαίρου, δεν βρέθηκε φίλαθλος να τον αποδοκιμάσει, εξέδρα που να τον εξυβρίσει. Κι αυτό ο ίδιος το θεωρούσε παράσημο ακόμα πιο λαμπερό κι από όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά που πέτυχε μέσα στα γήπεδα με τη φανέλα της ΑΕΚ και της εθνικής μας ομάδας.
Τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο τα έκανε με τη Βέροια κι όλα όσα πέτυχε εκεί και αποτέλεσαν το διαβατήριό του για τα μεγάλα σαλόνια του ελληνικού ποδοσφαίρου, μοιάζουν με σταγόνα σε σχέση με όλα όσα πέτυχε στα 17 χρόνια που αγωνίστηκε στην ΑΕΚ, αλλά και με την εθνική μας ομάδα.
Αν και ο ίδιος είχε μια συμπάθεια στον ΠΑΟΚ από μικρός, κατέληξε με 140 χιλ. δραχμές στην ΑΕΚ, η οποία έπαιξε πολύ με το συναίσθημα για να τον κερδίσει: ο Παπαϊωάννου ήταν προσφυγόπουλο και οι κοινές καταβολές με την ξεριζωμένη ομάδα, τον βοήθησαν να πάρει τη μεγάλη απόφαση να κατέβει στην Αθήνα πριν κλείσει τα 20 του χρόνια. Νωρίτερα, ο Ολυμπιακός τον είχε απορρίψει «γιατί ήταν κοντός, έπαιζε μόνο με το αριστερό και σαν κι αυτόν είχε πολλούς ακόμα».
Με την ΑΕΚ αγωνίστηκε για 17 συνεχόμενες περιόδους (1962 – 1979) μέχρι να πάει στη Ν. Υόρκη για να κλείσει, σχεδόν 40 χρονών, τη μεγάλη καριέρα του ως παίκτης – προπονητής του Παγκύπριου. Κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα Α΄ Εθνικής (1963, 1968, 1971, 1978, 1979) και τρία Κύπελλα (1964, 1966, 1978), κέρδισε δύο φορές τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στο πρωτάθλημα (1964, 1966) και ήταν ο πρωταγωνιστής στις δύο εντυπωσιακές ευρωπαϊκές πορείες της ΑΕΚ, το 1968-69 μέχρι την προημιτελική φάση στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και το 1976-77 ως τα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Τότε πέτυχε (σαν σήμερα, 16 Μαρτίου του 1977) το 3-0, έστειλε το παιχνίδι με την ΚΠΡ στα πέναλτι και εκτέλεσε ο ίδιος το τελευταίο της ΑΕΚ πριν νικήσει αμέσως μετά ο Χρηστίδης τον Γουέμπ. Λεπτομέρεια; Ο Μίμης δεν εκτελούσε ποτέ πέναλτι και πιέστηκε πολύ από τον Φάντροκ για να δεχθεί, με το επιχείρημα «ότι έπρεπε να προστατεύσει τον Λάκη Νικολάου που είχε σειρά να εκτελέσει και μπορεί να αστοχούσε γιατί ήταν αμυντικός».
Αν ο Μίμης Παπαϊωάννου εκτελούσε πέναλτι στη διάρκεια της μεγάλης καριέρας του, πολύ πιθανά θα ήταν μέχρι σήμερα αυτός ο κορυφαίος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος. Hταν πρώτος με 234 γκολ όταν έφυγε για την Αμερική και χρειάστηκε να περάσουν άλλα 11 χρόνια μέχρι να του σπάσει το ρεκόρ ο (συμπαίκτης του) Θωμάς Μαύρος με 260, για να τον ξεπεράσει εν συνεχεία και ο Κριστόφ Βαζέχα με 245.
Το χαρακτηριστικό του ήταν ότι είχε τρομερό άλμα και στεκόταν πολύ στον αέρα, γι’ αυτό και πέτυχε στην καριέρα του πολλά όμορφα γκολ με κεφαλιές παρότι ήταν κοντός σαν τον Δομάζο. Αν και του έλλειπε το μπόι, αγωνίστηκε δύο φορές τερματοφύλακας χωρίς να δεχτεί γκολ! Η πρώτη ήταν σε μια νίκη της ΑΕΚ επί του Ολυμπιακού με 3-2 (είχε πετύχει αυτός το νικητήριο τέρμα) όταν πήρε τη θέση του Σεραφείδη που αποβλήθηκε και η δεύτερη σε ένα άνετο 3-0 επί της Παναχαϊκής.
Δεν αποβλήθηκε ποτέ και σ’ όλη την καριέρα του δέχθηκε όλες κι όλες τρεις κίτρινες κάρτες! Δείγμα του εξαιρετικού χαρακτήρα του ήταν και η χειρονομία του να αφήσει για τον Μίμη Δομάζο τη φανέλα με το Νο 10 τη χρονιά (1978) που ο «στρατηγός» πήγε στην ΑΕΚ, νούμερο «ηγέτη» που το είχε αυτός όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Μέχρι σήμερα ο Παπαϊωάννου παραμένει στην 6η θέση σε συμμετοχές (481) στο πρωτάθλημα και στην 1η των σκόρερ που φόρεσαν σε συλλογικό επίπεδο τη φανέλα μόνο μίας ομάδας Α’ Εθνικής. Με την «γαλανόλευκη» έπαιξε 61 φορές και πέτυχε 21 γκολ, κρατώντας μέχρι τώρα την 5η θέση στον πίνακα των σκόρερ της. Η IFFHS τον ανέδειξε κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα και μέλος της καλύτερης ελληνικής 11άδας όλων των εποχών, ενώ η μορφή του σκεπάζει τον έναν από τους τέσσερις πυλώνες της «Αγιάς Σοφιάς» στη Ν. Φιλαδέλφεια, με τον ίδιο να απουσιάζει από τα εγκαίνια του γηπέδου λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου δεν ήταν ταλαντούχος μόνο στο ποδόσφαιρο, ήταν και στη μουσική. Η δική του φωνή «έντυσε» τον ύμνο της ΑΕΚ που έγραψε μαζί με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη το 1971 ο Στέλιος Καζαντζίδης, προσωπικός φίλος και μέντοράς του όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο το 1965, απογοητευμένος από την άρνηση της ΑΕΚ να τον παραχωρήσει στη Ρεάλ Μαδρίτης μετά από ένα φιλικό 3-3 όπου είχε πετύχει σε βάρος της δύο γκολ. Το αντάλλαγμα ήταν 4 εκατ. δραχμές για την ομάδα και 750 χιλ. ετησίως για εκείνον, με τριετές επαγγελματικό συμβόλαιο. Μετά την άρνηση της ΑΕΚ, παράτησε τη μπάλα για να ακολουθήσει τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλα σε μια περιοδεία στη Γερμανία, όπου τραγουδούσε με τη φανέλα της εθνικής το τραγούδι του Γιώργου Ζαμπέτα «Ο πιο καλός ο μαθητής», με αλλαγμένους ελαφρά τους στίχους: «Εγώ δεν είχα δάσκαλο, είχα μικρή δασκάλα, στο μάθημα πήρα μηδέν μα είκοσι στη μπάλα»!
Ο Καζαντζίδης ήταν αυτός που μετά από λίγες εβδομάδες στη Γερμανία έπεισε τον Παπαϊωάννου να σταματήσει το τραγούδι που θα του χάριζε απλά ένα καλό μεροκάματο και να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο, όπου είχε αστείρευτο ταλέντο.
Η μη μεταγραφή του στη Ρεάλ Μαδρίτης των 5 συνεχόμενων Κυπέλλων Πρωταθλητριών του είχε στοιχίσει πολύ στην αρχή, αλλά όταν μέριασε τελικά ο θυμός του, ένιωσε ότι η παραμονή του στην Ελλάδα του βγήκε τελικά σε καλό, όπως είχε εκμυστηρευθεί ο ίδιος σε μια παλαιότερη συνέντευξή του στην», εξιστορώντας το σκηνικό:
«Στο δείπνο που έκανε η ΑΕΚ στην αποστολή της Ρεάλ, ήλθε ο Πούσκας και με γύρευε. Όταν πλησίασε στο τραπέζι μου, ίδρωσα. Τον κοιτούσα στα μάτια και δεν πίστευα ότι ο μεγάλος Φέρεντς Πούσκας μιλούσε σε μένα. Μου είπε ότι είμαι καλός παίκτης, ότι θα με πάρουν και μου έδωσε δύο συμβουλές. Η πρώτη να είμαι ήρεμος, να τρώω και να κοιμάμαι καλά. Η δεύτερη να μάθω να παίζω χωρίς την μπάλα. Από τότε είχαν οι άνθρωποι κατά νου το ποδόσφαιρο που παίζει τώρα, πενήντα χρόνια μετά, η Μπαρτσελόνα. Κίνηση χωρίς την μπάλα. Και σκέφτηκα εγώ ο πονηρός: Αν δεν την έχω εγώ την μπάλα, ποιος άλλος αξίζει να την έχει;»
«Είχα έναν ξάδελφο από τη Θεσσαλονίκη που μιλούσε καλά ισπανικά. Γράψαμε μια επιστολή και τη στείλαμε στη Ρεάλ, λέγοντας πως αν με ήθελε, μπορούσα να πάω στην Ισπανία, να μην παίξω ένα χρόνο και να κάνω δελτίο μετά. Το επέτρεπαν αυτό οι κανονισμοί. Η Ρεάλ μου απάντησε ότι αρχή της ήταν να μη χαλάει τις σχέσεις της με τις ομάδες. Αν με έδινε η ΑΕΚ, καλώς. Αν όχι, δεν θα προχωρούσε η μεταγραφή, όπως δεν προχώρησε. Δεν το μετάνιωσα πάντως. Το φιλοσόφησα κιόλας. Σκέφτηκα ότι μέσα σε τόσους παικταράδες ίσως και να μην έπιανα και να χανόμουν. Μένοντας στην ΑΕΚ, έγραψα ιστορία και έκανα μια μεγάλη καριέρα που τη χάρηκα. Το μόνο που σκέφτομαι καμιά φορά είναι ότι με τα 4 εκατ. δρχ. που της έδινε η Ρεάλ, θα μπορούσε η ΑΕΚ να πάρει λίγο πιο κάτω δικό της οικόπεδο 60 στρεμμάτων και τώρα να είχαμε γήπεδο. Αλλά μπορεί και να τα έτρωγαν τα λεφτά και να μην είχε τίποτα. Αυτό ήταν το πιο πιθανό. Να τα έτρωγαν για άλλες υποχρεώσεις της ομάδας, όχι για οικόπεδο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου