Το τμήμα Σκοποβολής του ΠΑΟ είχε διεθνείς επιτυχίες, 30 χρόνια πριν από τη δημιουργία της Σκοπευτικής Ομοσπονδίας Ελλάδος, γνωστής και ως ΣΚΟΕ.
Αυτό συνέβη γιατί ο Αθανάσιος Αραβοσιτάς (1903 – 1971) ήταν ο πρώτος από την παρέα των πολυσυνθέτων αθλητών της δεκαετίας του ’20 και του ΄30 που αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με τη Σκοποβολή. Αποτέλεσμα ήταν στη δεκαετία του ’30 να αναδειχθεί πολλές φορές Βαλκανιονίκης στο Τυφέκιο Ακριβείας από τη στάση του «Πρηνηδόν» και να μετάσχει 3 φορές στους Ολυμπιακούς Αγώνες (1936 – 1948 – 1952). Ο Αθανάσιος Αραβοσιτάς ήταν αυτός που δημιούργησε στον ΠΑΟ το 1929 το Σκοπευτικό Τμήμα. Συνέπεια αυτού αποτελεί το γεγονός πως όταν το 1959 δημιουργήθηκε και τυπικά η Σκοπευτική Ομοσπονδία Ελλάδος ο ΠΑΟ ήταν ένας από τους 3 Συλλόγους πυλώνες της. Οι άλλοι Σύλλογοι ήσαν η ΠΣΕ και ο ΟΦΚΟ.
Η Σκοποβολή είχε μια διαφορετική (από τα άλλα αθλήματα) ανάπτυξη στη χώρα μας. Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους συστάθηκε η Πανελλήνια Σκοπευτική Εταιρία (ΠΣΕ) το 1870 που συγκέντρωσε και καλλιέργησε όλο το δυναμικό των Ελλήνων σκοπευτών. Οι στόχοι της δεν ήσαν αγωνιστικοί αλλά εθνικοί καθώς δημιουργούσε στελέχη για το Μακεδονικό Αγώνα και την αντιμετώπιση των κομιτατζήδων. Αλλά όταν άρχισαν οι καθαρές αγωνιστικές εκδηλώσεις φάνηκαν οι αγωνιστικές αδυναμίες. Δηλαδή η ΠΣΕ είχε δεκάδες σκοπευτές σε κάθε αγώνισμα και τα άλλα Σωματεία έναν ή κανένα.
Ο Γιώργιος Βήχος (1915 – 1987) ως έφηβος γράφτηκε στην ΠΣΕ όπου ήταν μέλος και ο πατέρας του Ανδρέας Βήχος, ένας εξαίρετος και πολυσύνθετος σκοπευτής. Όμως ασφυκτιούσε εκεί και πήρε μεταγραφή για τον Πανελλήνιο Γ.Σ, λίγο πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά παρά την εκεί ύπαρξη του φίλου του Βαγγέλη Χρυσάφη δεν μπόρεσε να έχει με το Σύλλογο την επιθυμητή ψυχική επαφή και αμέσως μετά τον πόλεμο πήρε μεταγραφή για τον ΠΑΟ, όπου συνάντησε – εκτός από τον Αραβοσιτά, τον αρχιτέκτονα – μηχανικό και πρωταθλητή Ευρώπης (1947) στο πιστόλι ταχύτητας Κώστα Μυλωνά, το γιατρό, αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Γιώργο Δριμπέτη, το ρέκορντμαν του πολεμικού τυφεκίου Νίκο Τζοβλά, τον ανώτερο στρατιωτικό Χαρίλαο Τσεπαπαδάκη με υψηλές επιδόσεις στο Πιστόλι Ακριβείας και το Στρατιωτικό Περίστροφο (ή Μεγάλο Διαμέτρημα) και άλλους.
Από τους παραπάνω αρχίζει και η χρυσή εποχή όχι μόνο για το σκοπευτικό τμήμα του ΠΑΟ, αλλά για την ελληνική Σκοποβολή. Μια εποχή υψηλών διακρίσεων που κράτησε 25 – 30 χρόνια.
Κατ’ αρχήν ο Γεώργιος Βήχος, όταν το 1959 έγινε πρώτος Έλληνας Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού απεφάσισε να ανεξαρτητοποιηθεί η ΣΚΟΕ και από μια μικρή επιτροπή του ΣΕΓΑΣ να γίνει αυτοκέφαλη Ομοσπονδία. Παρ’ όλον ότι ήταν δύσκολος χαρακτήρας και δεν τα πήγαινε καλά ούτε με τον ΠΑΟ, υπήρξε ιδιαίτερα δημιουργικός. Το 1959 ανεξαρτητοποίησε τη Σκοποβολή θέτοντας επί κεφαλής το Ναύαρχο Λούνδρα (με λαμπρή ιστορία στη Γυμναστική) το Στρατηγό Παπαρρόδου (με στρατιωτικές περγαμηνές) τον παιδικό φίλο του Βαγγέλη Χρυσάφη και τον τότε έφορο Σκοποβολής του ΠΑΟ δικηγόρο Κώστα Μαρμαρίδη. Κράτησε για τον εαυτό του τη θέση του Αντιπροέδρου, νοίκιασε γραφεία για τη ΣΚΟΕ στο Σύνταγμα, πολύ κοντά στη Γ.Γ.Α και άρχισε η χρυσή εποχή για το άθλημα.
Βεβαίως στο προσκήνιο ήταν και ο Χαρίλαος Τσεπαπαδάκης, ο οποίος όμως ως εν ενεργεία ανώτερος στρατιωτικός τότε δεν ήταν εύκολο (ή απλό) να έχει ενεργό συμμετοχή στα σωματειακά. Όμως η προσφορά του ήταν μεγίστη και μοναδική. Μοίρασε από τα στρατιωτικά αποθέματα εκπαιδευτικά όπλα στα Πανεπιστήμια και προκήρυξε φοιτητικά πρωταθλήματα σκοποβολής. Δηλαδή αυτό που παλαιά ήταν καθήκον της ΠΣΕ τώρα αναπτύχθηκε σε όλους τους πανεπιστημιακούς χώρους. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έδειξαν αρχικά το Πολυτεχνείο με τους γυμναστές του Πέτρο Θεοδωρακάκο και Μιχάλη Μιτροφάνη, ακολούθως η ΑΣΟΕΕ με τον Πολύβιο Μπάλτα, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πάντειο Πανεπιστήμιο κ.λ.π.
Βεβαίως στο προσκήνιο ήταν και ο Χαρίλαος Τσεπαπαδάκης, ο οποίος όμως ως εν ενεργεία ανώτερος στρατιωτικός τότε δεν ήταν εύκολο (ή απλό) να έχει ενεργό συμμετοχή στα σωματειακά. Όμως η προσφορά του ήταν μεγίστη και μοναδική. Μοίρασε από τα στρατιωτικά αποθέματα εκπαιδευτικά όπλα στα Πανεπιστήμια και προκήρυξε φοιτητικά πρωταθλήματα σκοποβολής. Δηλαδή αυτό που παλαιά ήταν καθήκον της ΠΣΕ τώρα αναπτύχθηκε σε όλους τους πανεπιστημιακούς χώρους. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έδειξαν αρχικά το Πολυτεχνείο με τους γυμναστές του Πέτρο Θεοδωρακάκο και Μιχάλη Μιτροφάνη, ακολούθως η ΑΣΟΕΕ με τον Πολύβιο Μπάλτα, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πάντειο Πανεπιστήμιο κ.λ.π.
Ενώ από τον Παναθηναϊκό άρχιζαν σιγά – σιγά να μειώνουν την αγωνιστική παρουσία τους οι Βήχος, Μυλωνάς, Αραβοσιτάς, Τζοβλάς, Δριμπέτης, Τσεπαπαδάκης, Οικονόμου κ.λ.π. νέα ισχυρά ονόματα ήρθαν στο προσκήνιο με πρώτους τους Γιώργο Μαρμαρίδη, Άλκη Παπαγεωργόπουλο, Γιώργο Λιβέρη (Πρωταθλητή Πανεπιστημιακού Πρωταθλήματος 1957), Δημήτρη Λαφαζάνη, Γιώργο Πολίτη κ.λ.π. Αυτοί συνέθεσαν ένα πολύ ισχυρό σύνολο που ποιοτικά κέρδισε την κορυφή σε όλα τα αγωνίσματα. Π.χ το 1959 στους Μεσογειακούς της Βηρυτού 3 σκοπευτές του ΠΑΟ, οι Άλκης Παπαγεωργόπουλος, Γιώργος Μαρμαρίδης και Δημήτρης Λαφαζάνης κέρδισαν 3 μετάλλια στα αγωνίσματα Πιστολιού Ταχύτητας και Τυφεκίου Πρηνηδόν. Τον επόμενο χρόνο στους Ολυμπιακούς της Ρώμης από τους 5 σκοπευτές σταθερού στόχου οι 3 ήσαν του ΠΑΟ, με τη διαφορά ο Γιώργος Λιβέρης να έχει προκριθεί στη θέση του Δημήτρη Λαφαζάνη, ο οποίος ακολούθως εγκαταστάθηκε στη Γερμανία.
Από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σκοπευτών του ΠΑΟ, εκείνα που ξεχωρίζουν είναι δυο. Πρώτον ότι ήσαν απόλυτα ερασιτέχνες και δεύτερον, καθώς ήσαν πραγματικοί Σπόρτσμεν επιδίδοντο με πάθος σε όλα τα αγωνίσματα – με πρώτο το Γιώργο Μαρμαρίδη – και είχαν πολύ υψηλές επιδόσεις.
Βέβαια οι εποχές με ταχύτητα άλλαζαν και οι σκοπευτές σε όλο τον κόσμο άρχιζαν να γυμνάζονται 7 – 8 ώρες την ημέρα, ως ημιεπαγγελματίες ή επαγγελματίες. Αυτό δεν μπορούσαν να το ακολουθήσουν φυσικά οι Έλληνες. Ακόμη και οι στρατιωτικοί, όπως ο Άλκης Παπαγεωργόπουλος που υπηρετούσε στη Μακεδονία και με την κανονική του άδεια, οδηγώντας ατελείωτες ώρες ερχόταν στην Αθήνα να αγωνισθεί.
Έτσι όμως κατόρθωσε να αναδειχθεί 5ος πρωταθλητής Ευρώπης το 1973 στο Λίντζ της Αυστρίας.
Έτσι όμως κατόρθωσε να αναδειχθεί 5ος πρωταθλητής Ευρώπης το 1973 στο Λίντζ της Αυστρίας.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της ελληνικής πραγματικότητας αποτελεί το εξής: Όταν ο Γ. Λιβέρης διαφημίζετο στην εφημερίδα ως απεσταλμένος της με απόλυτη άνεση των εργοδοτών. Κανένας σεβασμός στον αθλητή και τη σημασία των αγώνων.
Η μεταπολεμική περίοδος έφερε διεθνώς, πέρα από τις προπονητικές αλλαγές και μεγάλες τεχνικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις οι Έλληνες σκοπευτές ακολουθούσαν με μεγάλες καθυστερήσεις. Η διεθνής πρόοδος των ρεκόρ – φυσικό ήταν – ανάγκασε την Παγκόσμια Ομοσπονδία να μικρύνει τους στόχους. Έτσι δημιουργήθηκαν νέα παγκόσμια (και πανελλήνια) ρεκόρ. Η συμμετοχή των σκοπευτών του ΠΑΟ στις νέες δημιουργίες ήταν ευρύτατη, σε όλη τη γκάμα των αγωνισμάτων και επαναλαμβανόμενη. Ιδίως από τους Γιώργο Μαρμαρίδη, Άλκη Παπαγεωργόπουλο και Γιώργο Λιβέρη.
Την άριστη δεκαετία του ’60 ακολούθησε η εξ ίσου θαυμάσια δεκαετία του ’70 όπου δημιουργήθηκε ένα εξαίρετο εφηβικό γκρουπ μοναδικής δυναμικότητας στηριζόμενο κυρίως στους Διονύση και Αλέξη Λιβέρη, Ιγνάτιο Ψυλλάκη, Νίκο Βλαχόπουλο, Μίλτο Κλειδή, τα 3 αδέλφια Λουκόπουλου κ.λ.π. Για πάρα πολλά χρόνια κυριαρχούσαν απόλυτα σε όλα τα αγωνίσματα και σε όλους τους αγώνες. Μάλιστα καθώς η ανάπτυξη και στο γυναικείο τομέα, με την Ξένια Ευαγγελινού, τις αδελφές Μεζίνη και τις αδελφές Μαντζάκου, ήταν δραστική, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε εκείνη την εποχή ως τη χρυσή σκοπευτική περίοδο του ΠΑΟ.
Μόνη ενίσχυση της ομάδος, εκ του εξωτερικού, ήταν ή άφιξη της Βούλας Ρούκλη από την Τασκένδη, η οποία ήταν μεγάλη πρωταθλήτρια της ΕΣΣΔ με επιδόσεις παγκόσμιας κλάσης.
Αλλά εκεί ακριβώς φάνηκε η διαφορά νοοτροπίας και επιπέδου.
Η Ρούκλη ως γνήσια επαγγελματίας ζήτησε τα όπλα της, τις σφαίρες και το μισθό της, και όλοι πέσαμε ξεροί, με πρώτη την ίδια. Έτσι δεν μπορούσε να υπάρχει επαφή μεταξύ απολύτων επαγγελματιών και απόλυτων ερασιτεχνών. Φυσικά η Ρούκλη σταμάτησε και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη της.
Από τους εφήβους σκοπευτές της δεκαετίας του ’70 μείνανε πιστοί μόνο 2. Ο Ιγνάτιος Ψυλλάκης και ο Διονύσης Λιβέρης. Ο Ιγνάτιος το 1984 στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες κατετάγη 9ος στο αεροβόλο τουφέκι και μετά από λίγο καιρό χωρίς σταθερό επάγγελμα κ.λ.π. απεσύρθη. Ο Διονύσης Λιβέρης έμεινε και παραμένει πιστός, κυρίως στα Πιστόλια έχοντας επιτύχει τη μεγαλύτερη διάκριση Έλληνα στους Μεσογειακούς Αγώνες. Να κατακτήσει 2 μετάλλια στο Πιστόλι Ακριβείας και το Αεροβόλο Πιστόλι σε 2 διαδοχικούς Μεσογειακούς Αγώνες (1991 και 1993). Στο Πιστόλι Ακριβείας από το 1982 σχεδόν για 30 χρόνια – κρατάει το Πανελλήνιο εφηβικό ρεκόρ με επίδοση 543/600. Στο ίδιο αγώνισμα έφθασε μέχρι την 15ηθέση της παγκόσμιας κατάταξης, το 1995, με επιδόσεις μέχρι 559/600.
Στα 80 χρόνια της ιστορίας του Σκοπευτικού Τμήματος του ΠΑΟ ίσως πρέπει να αναφέρουμε στο Τραπ, δηλαδή το Κυνηγετικό όπλο τον Ανδρέα Πλαστουργό, ο οποίος ήταν ένα πολύ μεγάλο φυσικό ταλέντο με απεριόριστες δυνατότητες αλλά καθόλου σταθερό και θετικό χαρακτήρα. Η ανεμελιά και «η ζωή είναι μια τρελή χαρά» αποτελούν το μεγαλύτερο εχθρό στη Σκοποβολή που απαιτεί μαθηματικό μυαλό, σκέψη σκακιστή, χαρακτήρα απόλυτα συγκεντρωμένο, αφοσίωση ιερομόναχου και προσαρμογή ηλεκτρονικού εκπαιδευτή.
Επιμέλεια: Γιώργος Λιβέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου