ΣΤΟ «ΣΕΝΤΕΝΑΡΙΟ»
ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
του Γιώργου Λιβέρη
του Γιώργου Λιβέρη
Συμπληρώθηκαν τα 40 χρόνια από τη μάχη του Παναθηναϊκού στην άκρη του κόσμου στο μαγευτικό «Σεντενάριο» του Μοντεβιδέο για τη διάκριση στην κορυφή.
Ήταν τέλη Νοεμβρίου 1971 όταν ο αείμνηστος Θανάσης Σέμπος, μεγάλη μορφή την έντυπης δημοσιογραφίας και δάσκαλος εκατοντάδων μαθητών στην «ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΗΧΩ», με φώναξε και μου είπε: «Φεύγεις για την Ουρουγουάη».
Την εποχή εκείνη ένα ταξίδι στην Ουρουγουάη φόβιζε το δημοσιογράφο περισσότερο από μια εξερεύνηση στον Αμαζόνιο. Το ίδιο όπως και τα παιχνίδια με τους Λατινο – Αμερικάνους φόβιζαν τους Ευρωπαίους παίκτες.
Η μόνη αντίρρηση που είχα ήταν ότι δεν θα έβλεπα τον πρώτο αγώνα στις 15 Δεκεμβρίου (1971) στην Αθήνα. Ή μάλλον στο Καραϊσκάκη καθώς στη Λεωφόρο δεν καλύπτοντο οι διεθνείς προδιαγραφές.
Μετά μια επική διαδρομή μέσω Ρώμης και Ρίο Ιανέιρο, της απέραντης Βραζιλίας, η μικρούλα Ουρουγουάη με το τεράστιο καφετί ποτάμι «Λα Πλάτα» στα πόδια της φάνταζε ειδυλλιακή. Αλλά όχι στα ποδοσφαιρικά ήθη. Με παράδοση ετών και στριμωγμένη ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μεγαθήρια, Αργεντινή και Βραζιλία, αναγκαστικά έγινε ποδοσφαιρική ύαινα για να επιβιώσει.
Το ρεπορτάζ ενδιαφέρον, τα Σωματεία εντυπωσιακά, οι παίκτες χιλιάδες στη χώρα που είναι μια ποδοσφαιρική αλάνα, χωρίς βουνά αλλά και πολιτιστικό επίπεδο όχι άσχημο. Οι κάτοικοι λευκοί και καθολικοί κατά 99% και η γλώσσα με αφετηρία τα ισπανικά, σε διαμορφωμένο ήχο.
Οι Έλληνες αρκετοί, σε μια παροικία μεγαλοκρεατεμπόρων (τότε) στην οικονομική τους δόξα καθώς η αγορά άνθιζε με τιμές πολύ καλύτερες στο εξωτερικό. Αυτό μείωνε βέβαια την εσωτερική κατανάλωση αλλά τα δολάρια ρέανε.
Στην Αθήνα διψάγανε για πληροφορίες και το ρεπορτάζ είχε μόνιμη θέση στην πρώτη σελίδα της ΗΧΟΥΣ. Ακόμη και μετά τον άγριο τραυματισμό του Τομαρά στις 15 Δεκεμβρίου που τον έκοψε το Ποδόσφαιρο το ενδιαφέρον πανελλήνια ήταν τεράστιο. Είχε δίκαιο πάντως ο Ρίνους Μίχελς που δεν ήθελε οι παίκτες του να παίξουν στο Μοντεβιδέο.
Στις 29 Δεκεμβρίου (1970) στο τεράστιο κατάμεστο και ιστορικό «Σεντενάριο», έδρα γεμάτη θριάμβους για τους ντόπιους Παγκόσμιους Πρωταθλητές , οι δικοί μας γνώρισαν την αποθέωση αλλά μέχρι να αρχίσει ο αγώνας. Μετά όλα άλλαξαν και αλαλαγμοί γεμάτοι δύναμη τράνταζαν τα τσιμέντα. Βέβαια η τάφρος που χώριζε παίκτες και θεατές δεν είχε κροκοδείλους – όπως είχε διαδοθεί – αλλά ήταν ένα σίγουρο διαχωριστικό σημείο και με ασφάλεια.
Το 1 – 1 στο Καραϊσκάκη έκανε το παιχνίδι στο Μοντεβιδέο να έχει ενδιαφέρον αλλά εγώ δεν ήμουν στο Στάδιο αυτή την ημέρα, όπως όλες τις άλλες ημέρες. Διότι το Στάδιο δεν είχε ούτε ένα τηλέφωνο. Το ξενοδοχείο είχε όχι μόνο τηλέφωνο αλλά και τηλεόραση. Το παιχνίδι έγινε λίγες ώρες πριν να ανατείλει ο ήλιος στην Ελλάδα και λίγο πριν κυκλοφορήσει η «ΗΧΩ». Έτσι με μια μαραθώνια ζωντανή τηλεφωνική ανταπόκριση η εφημερίδα είχε live την “εικόνα” του αγώνα, όπως καμιά άλλη εφημερίδα. Βεβαίως εμένα μου βγήκε η ψυχή και για έναν ακόμη λόγο.
Στην τοπική μαυρόασπρη τηλεόραση τα πράγματα ήταν θολά και ο ντόπιος σπήκερ φώναζε – με το γνωστό τρόπο – ότι το ελληνικό γκολ στο 2 – 1 το πέτυχε ο Δομάζος, αλλά εγώ ξεχώρισα τη σκιά του Φυλακούρη. Δεν είχα πλάι μου – στο σαλόνι του ξενοδοχείου – κανέναν σίγουρο να ρωτήσω, ούτε μπορούσα να περιμένω. Εμπιστεύτικα τον εαυτό μου και βγήκα αληθινός. Όπως και ο Τότης που είχε δηλώσει ότι θα πετύχει γκολ.
Μόλις τελείωσε ο αγώνας έφυγα για την Αθήνα, ώστε να προλάβω τους 15 συναδέλφους που είχαν έρθει με το αεροπλάνο του Παναθηναϊκού. Επειδή δεν υπήρχε πτήση από το Μοντεβιδέο πήγα στο Μπουένος Άιρες, στο «φίλο» μου τον Μανουέλ Φάντζιο και από εκεί μέσω Σάο Πάολο – Ζυρίχης ήρθα πρώτος στην Αθήνα. Στο αεροδρόμιο με υποδέχθηκε ο αείμνηστος Σταμάτης Γρατσίας και ο Βαγγέλης Σέμπος, γιός του Θανάση. Εκεί έμαθα τα νέα ότι η ΗΧΩ έκανε ρεκόρ 110 χιλιάδων φύλλων. Το άξιζε ο κόπος, η οργάνωση και η αγωνία αλλά περισσότερο ο 2ος στον κόσμο Παναθηναϊκός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου