ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΚΑΙ… Ο «ΜΠΑΚΑΛOΓΑΤΟΣ»!
Η Κυριακή έμοιαζε να το είχε πάρει απόφαση. Είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί μπροστά στη θριαμβευτική άφιξη της Δευτέρας. Όλα γύρω ημέρευαν. Ώρα με την ώρα, λεπτό με τολεπτό. Οι άνθρωποι, οι δρόμοι, οι ήχοι, οι παλμοί…
Ώσπου ξαφνικά μία ασυνήθιστη βαβούρα εισβάλλει στο νωθρό, αμήχανο βράδυ.
Μια φωνή, γνωστή απ’ τα παλιά, πλημμυρίζει τον αέρα που πασχίζει να θυμίζει ακόμη καλοκαίρι. Η φωνή του Χατζηχρήστου!
Ναι, ο «Μπακαλόγατος» έχει έρθει επίσκεψη στη γειτονιά μου. Αλλά από πού ακούγεται;
Μια φωνή, γνωστή απ’ τα παλιά, πλημμυρίζει τον αέρα που πασχίζει να θυμίζει ακόμη καλοκαίρι. Η φωνή του Χατζηχρήστου!
Ναι, ο «Μπακαλόγατος» έχει έρθει επίσκεψη στη γειτονιά μου. Αλλά από πού ακούγεται;
Με μία ανάμεικτη αίσθηση καχυποψίας και περιέργειας, τρέχω στη βεράντα. Διαπιστώνω ότι από κάτω έχει στηθεί ένα αυτοσχέδιο θερινό σινεμά!
Ένα πανί, στηριγμένο στο πορτ μπαγκάζ ενός βαν, ένας προτζέκτορας που φτύνει φως και η φιγούρα του καπάτσου και πάντα ετοιμόλογου Ζήκου σκορπάει άρωμα αυθεντικής Ελλάδας.
Ο κόσμος αυξάνεται. Καταφθάνει στο θερινό της γειτονιάς και βολεύεται. Άλλος σε πλαστική καρέκλα, άλλος σε πεζούλι, άλλος σε μια τάβλα. Πολύ γρήγορα η απορία για την ανέλπιστη έκπληξη δίνει τη θέση της στο γέλιο που προκαλούν οι αξεπέραστες ατάκες του αλησμόνητου Ζήκου.
Ένα πανί, στηριγμένο στο πορτ μπαγκάζ ενός βαν, ένας προτζέκτορας που φτύνει φως και η φιγούρα του καπάτσου και πάντα ετοιμόλογου Ζήκου σκορπάει άρωμα αυθεντικής Ελλάδας.
Ο κόσμος αυξάνεται. Καταφθάνει στο θερινό της γειτονιάς και βολεύεται. Άλλος σε πλαστική καρέκλα, άλλος σε πεζούλι, άλλος σε μια τάβλα. Πολύ γρήγορα η απορία για την ανέλπιστη έκπληξη δίνει τη θέση της στο γέλιο που προκαλούν οι αξεπέραστες ατάκες του αλησμόνητου Ζήκου.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο το σκηνικό του θερινού έχει συμπληρωθεί. Δίπλα στο πανί έχει στηθεί ήδη η ψησταριά και ψήνει ασταμάτητα καλαμπόκια και λουκάνικα, που σε πολύ σύντομο χρόνο αρχίζουν να διακινούνται στο κοινό!
Έχω ήδη κατέβει και χαζεύω το πρωτόγνωρο event. Ρωτάω τι και πώς και δεν αργώ να διαπιστώσω ότι τον Χατζηχρήστο, μαζί και το χαμόγελο στη γειτονιά, τα έχει φέρει το ζευγάρι που εργάζεται μανιωδώς πίσω από την ψησταριά.
Νέοι και οι δύο τους, ευπαρουσίαστοι και ευχάριστοι. Μοιάζουν να το διασκεδάζουν. Γυρνάνε, μαθαίνω γρήγορα, τις γειτονιές, στήνουν υπαίθρια σινεμά και βγάζουν μεροκάματο από τα καλαμπόκια και τα χοτ ντόγκ!
Πόσο ευρηματικό, και πόσο σκληρό μαζί… Σημεία των καιρών, σκέφτομαι…
Έχω ήδη κατέβει και χαζεύω το πρωτόγνωρο event. Ρωτάω τι και πώς και δεν αργώ να διαπιστώσω ότι τον Χατζηχρήστο, μαζί και το χαμόγελο στη γειτονιά, τα έχει φέρει το ζευγάρι που εργάζεται μανιωδώς πίσω από την ψησταριά.
Νέοι και οι δύο τους, ευπαρουσίαστοι και ευχάριστοι. Μοιάζουν να το διασκεδάζουν. Γυρνάνε, μαθαίνω γρήγορα, τις γειτονιές, στήνουν υπαίθρια σινεμά και βγάζουν μεροκάματο από τα καλαμπόκια και τα χοτ ντόγκ!
Πόσο ευρηματικό, και πόσο σκληρό μαζί… Σημεία των καιρών, σκέφτομαι…
Η γειτονιά έχει γίνει ξαφνικά μια παρέα. Και επιτέλους χαμογελάει. Σημεία των καιρών, ξανασκέφτηκα…
Ένα «μπράβο τους» αντηχεί παντού.
Το έργο τελειώνει, κι εκεί που το σινεμά πάει να αδειάσει, έρχεται το ευχάριστο αγγελτήριο: «Έχει κι άλλο ένα»!
Ένα «μπράβο τους» αντηχεί παντού.
Το έργο τελειώνει, κι εκεί που το σινεμά πάει να αδειάσει, έρχεται το ευχάριστο αγγελτήριο: «Έχει κι άλλο ένα»!
Αυτή τη φορά ο ήρωας της γειτονιάς θα ήταν ο Βέγγος. Δεν έχουν περάσει όμως παρά λίγα λεπτά και ο «καλός μας άνθρωπος» μοιάζει να τυφλώνεται από κάτι κυανόλευκες λάμψεις.
Δύο αστυνομικοί πλησιάζουν ήρεμα τον νεαρό «επιχειρηματία». «Πάλι τα γνωστά»; Τον ακούω να λέει. Οι αστυνομικοί του νεύουν θετικά. Η φασαρία, υποθέτω αμέσως. Πάλι κάποιος παράξενος αποφάσισε να τη χαλάσει στους πολλούς.
Γρήγορα όμως η εκτίμησή μου αποδεικνύεται λάθος. Η καταγγελία ήρθε τελικά από ταβέρνα της γειτονιάς. «Εμ, πώς;» που έλεγε και ο Ζήκος. «Θα φάνει καλαμπόκια και χοτ ντογκ από αυτόν τον παράνομο και δε θα έρθουνε σε μένα;»
Δύο αστυνομικοί πλησιάζουν ήρεμα τον νεαρό «επιχειρηματία». «Πάλι τα γνωστά»; Τον ακούω να λέει. Οι αστυνομικοί του νεύουν θετικά. Η φασαρία, υποθέτω αμέσως. Πάλι κάποιος παράξενος αποφάσισε να τη χαλάσει στους πολλούς.
Γρήγορα όμως η εκτίμησή μου αποδεικνύεται λάθος. Η καταγγελία ήρθε τελικά από ταβέρνα της γειτονιάς. «Εμ, πώς;» που έλεγε και ο Ζήκος. «Θα φάνει καλαμπόκια και χοτ ντογκ από αυτόν τον παράνομο και δε θα έρθουνε σε μένα;»
Κι αυτό σημείο των καιρών, σκέφτηκα…
Ο προτζέκτορας έσβησε. Ο Βέγγος έφυγε. Ο κόσμος διαλύθηκε. Τα γέλια σίγησαν.
Ο προτζέκτορας έσβησε. Ο Βέγγος έφυγε. Ο κόσμος διαλύθηκε. Τα γέλια σίγησαν.
Τώρα μόνο ο ήχος από τις καρέκλες που σέρνονται και οι μυρωδιές από τα λουκάνικα και τα καλαμπόκια…
Και σκέψεις. Πολλές σκέψεις. Για τα σημεία των καιρών…
Και σκέψεις. Πολλές σκέψεις. Για τα σημεία των καιρών…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου